Η απιστία του Δελβίνου
Σύγνεφο μαύρο σκέπαζε το Σούλι και την Κιάφα,
ολημερίς εχιόνιζε, ολονυχτίς χιονίζει.
Απ' το Συστράνι πρόβαινε ένας λιγνός Λεβέντης
που από τα Γιάννενα πικρά, μαύρα μαντάτα φέρνει.
-Τα παλικάρια τα καλά τα χάνουν οι συντρόφοι!
Ακούστε Φώτου τα παιδιά, του Δράκου παλικάρια,
το Δέλβινο το άπιστο πρόδωσε τα παιδιά σας.
Τ' Αλή πασά του τα φερε, τα έξ' αράδα αράδα.
Κι αυτός τα τέσσερά 'σφαξε, δυονών ζωή χαρίζει,
του Δήμου Δράκου τον υιό, κι εν' αδερφό του Φώτου.
Κι εκείνοι καθώς τ' άκουσαν, βαριά τους κακοφάνει.
-Δέσποτα και Πρωτόπαπα, βάλε το πετραχήλι,
να ψάλεις τα μνημόσυνα των έξ' παλικαριών μας!
Τα δυο, καθώς τα τέσσαρα σφαμμένα τα μετρούμε,
ούτε κι ο τύραννος ζωή των Σουλιωτών χαρίζει,
ούτε Σουλιώτης, ζωντανός στα χέρια του λογιέται!
Σύγνεφο μαύρο σκέπαζε το Σούλι και την Κιάφα,
ολημερίς εχιόνιζε, ολονυχτίς χιονίζει.
Απ' το Συστράνι πρόβαινε ένας λιγνός Λεβέντης
που από τα Γιάννενα πικρά, μαύρα μαντάτα φέρνει.
-Τα παλικάρια τα καλά τα χάνουν οι συντρόφοι!
Ακούστε Φώτου τα παιδιά, του Δράκου παλικάρια,
το Δέλβινο το άπιστο πρόδωσε τα παιδιά σας.
Τ' Αλή πασά του τα φερε, τα έξ' αράδα αράδα.
Κι αυτός τα τέσσερά 'σφαξε, δυονών ζωή χαρίζει,
του Δήμου Δράκου τον υιό, κι εν' αδερφό του Φώτου.
Κι εκείνοι καθώς τ' άκουσαν, βαριά τους κακοφάνει.
-Δέσποτα και Πρωτόπαπα, βάλε το πετραχήλι,
να ψάλεις τα μνημόσυνα των έξ' παλικαριών μας!
Τα δυο, καθώς τα τέσσαρα σφαμμένα τα μετρούμε,
ούτε κι ο τύραννος ζωή των Σουλιωτών χαρίζει,
ούτε Σουλιώτης, ζωντανός στα χέρια του λογιέται!
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά (Των Κολοκοτρωναίων)
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
που 'χουν τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
"Χριστέ μας, 'βλόγα τα σπαθιά, 'βλόγα μας και τα χέρια".
Κι ό Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
"Τούτ' οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ', στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,
ν' αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
'τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω".
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου.
"Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ είμ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν' η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-"Ήλιε μ', δεν κρους τ' από ταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;".
πηγή:www.xorio.gr
Έλλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου